Στεκόταν όρθια, μόλις ένα μέτρο από μένα. Το πρόσωπό της ανέκφραστο, κοιτούσε μια τα μάτια του, μια το πάτωμα. Αργά, δε βιαζόταν, έμοιαζε σαν να αμφιταλατευόταν για κάτι. Αυτός, καθιστός, της χάιδευε το εσωτερικό των μηρών της, την κοίταζε με ανυπομονησία αλλά και προσποιητή κατανόηση, κατευθείαν στα μάτια. Αυτή δεν είχε άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσει. Να παίξει ξανά το ρόλο. Να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει στο στόμα και να φύγει αργά αργά.
Την κάρφωνα και εγώ με τα μάτια μου. Ήθελα και δεν ήθελα κάτι απροσδόκητο να συμβεί, να συνειδητοποιήσει την αδιακρισία μου και να διαμαρτυρηθεί, να χυμούσα πάνω της και να την άρπαζα για να προκαλέσω την αντίδρασή της, ίσως και να τη φιλούσα, κάτι τέλος πάντων που να τους ένωνε ξανά, κάτι που να ξεγελούσε την τάξη του σύμπαντος και να το έκανε να εκτροχιαστεί, έστω και για λίγο, έστω μάταια. Γιατί αυτό πάντα ήθελα να είμαι στη ζωή μου, ένας γελωτοποιός.
Όμως πάλι άφησα τον ''άγγελο την ποίησης'' να με καταβάλλει. Και προς το τέλος του ποστ ο άτιμος με εγκατέλειψε...Γι αυτό το μόνο που σκέφτομαι πως έχει σημασία τώρα είναι αν θα αγοράσω εκείνη την φορητή ντουλάπα ή όχι και το τι θα μαγειρέψω για την επόμενη βδομάδα στο πάρτυ. Α! και το διδακτορικό μου, να μη γελιόμαστε....
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
1 comment:
ενδιαφέρον ...αλλά
κακώς σκέφτεσαι τώρα αυτά.....
Post a Comment